γαλατίζω — και γαλατιάζω και γαλαχτίζω ασπρίζω, ασβεστώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλαχτίζω — βλ. γαλατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)